- μοιράζω
- 1) distribuer2) diviser
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μοιράζω — pres subj act 1st sg μοιράζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιράζω — μοιράζω, μοίρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek
μοιράζω — μοίρασα, μοιράστηκα, μοιρασμένος 1. χωρίζω κάτι σε μερίδια, τεμαχίζω, διανέμω, διαιρώ: Μοίρασε τη σούπα στα πιάτα. 2. μτφ., σκορπίζω, σπαταλώ, παρέχω άφθονα: Μοιράζει φιλιά και χάδια σε πολλές γυναίκες. 3. το μέσ., μοιράζομαι παίρνω το μερίδιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεμοιρασμένον — μοιράζω perf part mp masc acc sg μοιράζω perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμοιρασμένων — μοιράζω perf part mp fem gen pl μοιράζω perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοιράζει — μοιράζω pres ind mp 2nd sg μοιράζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμοίραζον — μοιράζω imperf ind act 3rd pl μοιράζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμοιρασμένην — μοιράζω perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμοιρασμένοι — μοιράζω perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεμοιρασμένος — μοιράζω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)